- ὑπερ-βαρύς
ὑπερ-βαρύς, ύ, = Vorigem, nach Lob. Phryn. 539 wahrscheinlich bessere Form.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-βαρύς, ύ, = Vorigem, nach Lob. Phryn. 539 wahrscheinlich bessere Form.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπέρβαρυς — υ, Α ὑπερβαρής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βαρύς (πρβλ. περί βαρυς)] … Dictionary of Greek
ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… … Православная энциклопедия
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
DISCUS — I. DISCUS cuius iactu in ludis sollennibus olim apud Graecos certatum, in Pentathlo inprimis, seu Quinqvertio, erat βαρὺς λίθος, gravis lapis, ut habet Glossogr. Graecus, seu rotunda quaedam moles saxea, vel etiam plumbea, sive ferrea, quam qui… … Hofmann J. Lexicon universale
καταχθής — καταχθής, ές (Α) 1. γεμάτος από κάτι, κατάφορτος («καταχθὴς καρποῑο», Άρατ.) 2. παραφορτωμένος 3. βαρύς («καταχθῆ λάαν» βαριά πέτρα, Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. επ αχθής, υπερ αχθής] … Dictionary of Greek
περιβριθής — ές, Α πολύ βαρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βριθής (< βρῖθος «βάρος» < βρίθω), πρβλ. υπερ βριθής] … Dictionary of Greek
υπεραχθής — ές, Α 1. βαρυφορτωμένος 2. πολύ βαρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αχθής (< ἄχθος), πρβλ. ἐπ αχθής, κατ αχθής] … Dictionary of Greek
υπερβαρής — ές, Α πάρα πολύ βαρύς (α. «δαίμων ὑπερβαρής», Αισχύλ. β. «τὰν τύχαν... τὰν ὑπερβάρεα», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βαρής (< βάρος), πρβλ. ἐπι βαρής, κατα βαρής] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek