ὑπερ-κάμνω

ὑπερ-κάμνω

ὑπερ-κάμνω (s. κάμνω), übermäßig leiden oder dulden, – τινός, für Einen dulden od. arbeiten, Eur. Bacch. 961 I. A. 918.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπερκάμνω — Α 1. υποβάλλομαι σε κόπους για χάρη κάποιου άλλου 2. κοπιάζω, μοχθώ πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κάμνω «κουράζομαι, καταπονούμαι, πάσχω»] …   Dictionary of Greek

  • λύπη — η (AM λύπη) 1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προέρχεται από ψυχικό πόνο, η θλίψη, η στενοχώρια, η πικρία, σε αντιδιαστολή με τη χαρά (α. «με λύπη εγκάρδια εθεωρούσε όλα τα μνήματα», Σολωμ. β. «οὕτω κοινόν τι ἄρα χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυά ἐστιν», Ξεν.) 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”