- ὑπερ-κορέω
ὑπερ-κορέω (s. κορέννῡμι), ion. statt ὑπερκορέννῡμι, Einen womit übersättigen, überfüllen, τινά τινος, Theogn. 1154.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-κορέω (s. κορέννῡμι), ion. statt ὑπερκορέννῡμι, Einen womit übersättigen, überfüllen, τινά τινος, Theogn. 1154.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κορεννύω — (ΑM κορεννύω, Α και κορέννυμι και κορέω και κορέσκω [στη νεοελλ. συν. στον μέλλ., αόρ. και παρακμ.]) 1. γεμίζω κάτι όσο το δυνατό περισσότερο, υπερπληρώ «κορέσαι στόμα... ἐμᾱς σαρκός», Σοφ.) 2. προκαλώ σε κάποιον το αίσθημα τού χορτασμού ή… … Dictionary of Greek