- ὑπερ-ινέω
ὑπερ-ινέω, übermäßig ausleeren, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-ινέω, übermäßig ausleeren, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερινώ — άω, Α ιατρ. 1. προκαλώ βίαιη κένωση με χορήγηση καθαρτικού 2. (συν. παθ.) ὑπερινῶμαι, άομαι υφίσταμαι βίαιη κένωση μετά από χρήση καθαρτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἰνάω / ἰνέω «αδειάζω, καθαρίζω»] … Dictionary of Greek