- ὑπερ-γαμία
ὑπερ-γαμία, ἡ, späte Heirath, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-γαμία, ἡ, späte Heirath, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπεργαμία — ἡ, Α (κατά τον Φώτ.) «ὀψιγαμία». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γαμία (< γάμος < γάμος), πρβλ. ἐπι γαμία] … Dictionary of Greek