ὑπερ-γεμίζω

ὑπερ-γεμίζω

ὑπερ-γεμίζω, überfüllen, überladen, Xen. Vect. 4, 39.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπερεμπίπλημι — Α 1. γεμίζω κάτι υπέρμετρα 2. (κυρίως παθ.) ὑπερεμπίπλαμαι είμαι υπέρμετρα πλήρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐμπίπλημι «γεμίζω»] …   Dictionary of Greek

  • υπερκορεννύω — ὑπερκορέννυμι ΝΜΑ νεοελλ. μσν. γεμίζω κάτι μέχρι το ακρότατο όριο, παραγεμίζω νεοελλ. χημ. (σχετικά με διάλυμα) προκαλώ υπερκορεσμο αρχ. δημιουργώ σε κάποιον υπέρμετρο αίσθημα κορεσμού, τόν χορταίνω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κορέννυμι «γεμίζω …   Dictionary of Greek

  • υπερπίμπλημι — Α γεμίζω κάτι ώσπου να ξεχειλίσει, παραγεμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πίμπλημι «γεμίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ηδύπλεος — ἡδύπλεος, ον (Α) γεμάτος γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πλεος (< πίμπλημι «γεμίζω»), πρβλ. έμ πλεος, υπέρ πλεος] …   Dictionary of Greek

  • κορεννύω — (ΑM κορεννύω, Α και κορέννυμι και κορέω και κορέσκω [στη νεοελλ. συν. στον μέλλ., αόρ. και παρακμ.]) 1. γεμίζω κάτι όσο το δυνατό περισσότερο, υπερπληρώ «κορέσαι στόμα... ἐμᾱς σαρκός», Σοφ.) 2. προκαλώ σε κάποιον το αίσθημα τού χορτασμού ή… …   Dictionary of Greek

  • λιποβριθής — ές γεμάτος λίπη, λιπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίπος + βριθής (< βρίθω «φουσκώνω, γεμίζω»), πρβλ. σιδηρο βριθής, υπερ βριθής] …   Dictionary of Greek

  • υπερφλοισμοί — Α (κατά τον Ησύχ.) (ως ερμ. τού τ. διαφλύξιες) «ὑγροί». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φλοισμός < θ. φλοιδ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ΙΕ ρίζας *bhl ei d (παρεκτεταμένη μορφή τής αρχικής ρίζας *bhl ei «φουσκώνω, ξεχειλίζω, γεμίζω», πρβλ. φλοιδ ῶ, ἀ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”