- ὑπερ-εκ-κρεμάννῡμι
ὑπερ-εκ-κρεμάννῡμι (s. κρεμάννυμι), darüber hinaus an- oder aufhängen; Ruf. 22 (V, 92 steht jetzt προϑύρων ὕπερ ἐκκρεμάσωμαι).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-εκ-κρεμάννῡμι (s. κρεμάννυμι), darüber hinaus an- oder aufhängen; Ruf. 22 (V, 92 steht jetzt προϑύρων ὕπερ ἐκκρεμάσωμαι).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερκρεμάννυμι — ΜΑ (συν. παθ.) ὑπερκρεμάννυμαι αναρτώμαι πάνω από κάποιον και, κυρίως, αναρτώμαι για χάρη κάποιου («χὠς ἀριστεῑον σφέων ὑπερκρεμασθείς, Χριστ. Πασχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κρεμάννυμι «κρεμώ»] … Dictionary of Greek