ὑπ-ερειστικός

ὑπ-ερειστικός

ὑπ-ερειστικός, ή, όν, unterstützend, im adv., Eustath.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ερειστικός — ερειστικός, ή, ό και ερεισματικός, ή, ό αυτός που χρησιμεύει ως έρεισμα, ως στήριγμα: Ερειστικός ιστός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερειστικός — ή, ό (AM ἐρεισπκός, ή, όν) [ερείδω] ο ερεισματικός ανατ. φρ. «ερειστικός ιστός» ιστός τού σώματος που χαρακτηρίζεται από την άφθονη και ποικίλης σύστασης μεσοκυττάρια ουσία. Διακρίνεται στον συνδετικό, τον οστίτη και τον χονδρικό ιστό …   Dictionary of Greek

  • ἐρειστικόν — ἐρειστικός pushing masc acc sg ἐρειστικός pushing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρειστικαί — ἐρειστικός pushing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλοία — και γλία, η (AM γλία, Α και γλοία και γλοιά) κόλλα, κολλώδης ουσία·|| νεοελλ. ο ερειστικός ιστός ο οποίος περιβάλλει τα νευρικά κύτταρα τών Σπονδυλόζωων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλία ανάγεται σε IE *glei «κολλώ, αλείφω», απ όπου και τα γλίχομαι, γλοιός,… …   Dictionary of Greek

  • ερείδω — (Α ἐρείδω) στηρίζω, ακουμπώ, υποστηρίζω νεοελλ. 1. κωπηλατώ με όλη μου τη δύναμη 2. ναυτ. φρ. έρειδε παράγγελμα που δίνεται στους κωπηλάτες τής πολεμικής λέμβου 3. (μέσ. και παθ.) ερείδομαι στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω πεποίθηση («ερείδομαι στη… …   Dictionary of Greek

  • ζηλότυπος — η, ο (AM ζηλότυπος, ον) αυτός που διακατέχεται από το πάθος τής ζηλοτυπίας, ο φθονερός, ο ζηλιάρης («σφόδρα ζηλότυπος ό νεανίσκος ἦν», Αριστοφ.) νεοελλ. (για συζύγους) καχύποπτος για τη συζυγική ή την ερωτική πίστη αρχ. 1. αυτός που έχει προθυμία …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”