- ὑπερ-εν-τελής
ὑπερ-εν-τελής, ές, übervollständig, mehr als hinreichend, D. Cass. 47, 17 μισϑοφορία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-εν-τελής, ές, übervollständig, mehr als hinreichend, D. Cass. 47, 17 μισϑοφορία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερτελής — ές, ΜΑ 1. (ιδίως για πυρσό) αυτός που φθάνει πέρα από τον στόχο («ὑπερτελής τε, πόντον ὥστε νωτίσαι», Αισχύλ.) 2. (για τον Θεό) ο απόλυτα τέλειος, υπερτέλειος αρχ. 1. αυτός που φαίνεται πάνω από κάποιον ή από κάτι άλλο («τίς οἴκων θυοδόκων… … Dictionary of Greek
υπερτέλεια — η / ὑπερτέλεια, ΝΜ νεοελλ. βιολ. υπέρμετρη ανάπτυξη ορισμένων οργάνων τών οποίων το μέγεθος υπερβαίνει τις χρήσιμες διαστάσεις και γίνεται άχρηστο ή και επιβλαβές, όπως λ.χ. οι μεγάλοι χαυλιόδοντες τού μαμούθ κ.ά. μσν. ο μεγαλύτερος αριθμός («τὴν … Dictionary of Greek