- πεζευτικός
πεζευτικός, zu Fuße gehend, ζῷα, im Ggstz von πτηνά, νευστικά, Arist. gen. an. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεζευτικός, zu Fuße gehend, ζῷα, im Ggstz von πτηνά, νευστικά, Arist. gen. an. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεζευτικός — ή, όν, Α [πεζεύω] (για ζώα) αυτός που έχει τη δυνατότητα να περπατά … Dictionary of Greek
πεζευτικά — πεζευτικός able to walk neut nom/voc/acc pl πεζευτικά̱ , πεζευτικός able to walk fem nom/voc/acc dual πεζευτικά̱ , πεζευτικός able to walk fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)