- ὑπερ-κόσμιος
ὑπερ-κόσμιος, überweltlich, überirdisch, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-κόσμιος, überweltlich, überirdisch, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
μετακόσμιος — α. ο, θηλ. και ος (Α μετακόσμιος, ον) νεοελλ. αυτός που υπάρχει ή γίνεται πέρα από αυτό τον κόσμο, μετά την παρούσα ζωή, μεταθανάτιος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεταξύ τών ουράνιων σωμάτων, στο μεταξύ τών κόσμων διάστημα 2. αχανής … Dictionary of Greek