- ὑπερ-ευ-γενής
ὑπερ-ευ-γενής, ές, von überaus edelm Geschlecht, Arist. pol. 4, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-ευ-γενής, ές, von überaus edelm Geschlecht, Arist. pol. 4, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπεργενής — ές, Α αυτός που βρίσκεται πάνω από ό,τι είναι σχετικό με δημιουργήματα, με τον φυσικό κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. κατα γενής, συγ γενής] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek