- ὑπερ-κρίνω
ὑπερ-κρίνω, übertreffen, ὑπερκριϑῆναι κατὰ κάλλος Phryn. in B. A. 69.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-κρίνω, übertreffen, ὑπερκριϑῆναι κατὰ κάλλος Phryn. in B. A. 69.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερκριθῆναι — ὑπερκρῐθῆναι , ὑπέρ κρίνω separate aor inf pass ὑπερκρῑθῆναι , ὑπέρ κριθάω to be barley fed pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
δικαστής — Όρος που στη συνήθη του έννοια σημαίνει τον δημόσιο λειτουργό, o οποίος αποτελεί μέλος της δικαστικής αρχής και με την ιδιότητά του αυτή έχει δικαστικές αρμοδιότητες. Αντίθετα, υπό στενή έννοια ο όρος αφορά τους δημόσιους λειτουργούς που είναι… … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… … Dictionary of Greek
προβουλεύω — ΝΑ, αιολ. τ. προβολλεύω Α νεοελλ. (η μετχ. παθ. παρακμ.) προβεβουλευμένος, η, ο προσχεδιασμένος, προμελετημένος αρχ. 1. σκέπτομαι ή αποφασίζω κάτι εκ τών προτέρων 2. (στην Αθήνα και για τη βουλή) κρίνω και αποφασίζω προκαταρκτικώς, αποφαίνομαι με … Dictionary of Greek
υπερκρινία — η, Ν ιατρ. 1. η αύξηση τής έκκρισης τών αδένων με ή χωρίς αλλοίωση τής σύνθεσης τών εκκριμάτων τους 2. το σύνολο τών διαταραχών που προκύπτουν από την παραπάνω κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypercrinie < υπερ * + εκ κρίνω] … Dictionary of Greek
μεροληπτώ — μερολήπτησα, δεν κρίνω δίκαια και αντικειμενικά, αλλά υποστηρίζω μια ορισμένη άποψη ή ένα άτομο: Ο διαιτητής μεροληπτούσε σε όλη τη διάρκεια του αγώνα υπέρ της μιας ομάδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)