- ὑπερ-αυχής
ὑπερ-αυχής, ές, = Folgdm, Thryphiod. 669.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-αυχής, ές, = Folgdm, Thryphiod. 669.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπεραυχής — ές, Α ὑπέραυχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι, περηφανεύομαι»), πρβλ. πολυ αυχής] … Dictionary of Greek