- ὑπερ-βράζω
ὑπερ-βράζω, im pass. übersieden, überkochen, ὑπερβρασϑεῖσα πίσσα Bian. 9 (XI, 248).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-βράζω, im pass. übersieden, überkochen, ὑπερβρασϑεῖσα πίσσα Bian. 9 (XI, 248).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερέψω — Α βράζω περισσότερο από όσο πρέπει, παραβράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἔψω «ψήνω, βράζω»] … Dictionary of Greek
υπερεκζέω — Α (για τον μούστο) βράζω και ξεχειλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκζέω «βράζω»] … Dictionary of Greek
υπερζέω — Α 1. βράζω πάρα πολύ, παραβράζω 2. μτφ. α) (για τον ήλιο) καίω από ψηλά β) βρίσκομαι σε ψυχικό αναβρασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ζέω «βράζω, κοχλάζω»] … Dictionary of Greek
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek
υπερθύω — και ὑπερθυίω Α (για κρασί) αφρίζω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + θύω (ΙΙ) «τρέχω ορμητικά, μαίνομαι, βράζω, επιθυμώ»] … Dictionary of Greek
υπερκαχλάζω — Α κάνω πολλές φυσαλίδες, κοχλάζω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + καχλάζω «βράζω έντονα, κοχλάζω»] … Dictionary of Greek