πεισί-μβροτος

πεισί-μβροτος

πεισί-μβροτος, die Sterblichen überredend, zum Gehorsam bringend, βάκτρον, Aesch. Ch. 357.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

  • πεισίμβροτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που κερδήθηκε με την κατάπειση, με την πειθώ τών ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεισι τού πείθω (πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, + μβροτός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”