ὑπερ-όπτης

ὑπερ-όπτης

ὑπερ-όπτης, , Verächter, hoffärthiger Mensch; σφᾶς ἐςιδὼν πολλῷ ῥεύματι προςνισσομένους χρυσοῦ καναχῆς ὑπερόπτας Soph. Ant. 130, nach Herm. Conj. für ὑπεροπτίας;τῶν εἰωϑότων Thuc. 3, 38; u. Sp., wie Luc. Necyom. 14; Theocr. 22, 58.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • θεόπτης — ο (AM θεόπτης) (για τους προφήτες Μωυσή και Ηλία) αυτός που είδε ή μπορεί να δει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + όπτης [< όπωπa), πρβλ. επ όπτης, υπερ όπτης] …   Dictionary of Greek

  • ιερόπτης — ἱερόπτης, ὁ (Α) αυτός που παρατηρεί τη θυσία, που προφητεύει από τα εντόσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + όπτης < θ. οπ (πρβλ. όπωπα), πρβλ. αυτ όπτης, υπερ όπτης] …   Dictionary of Greek

  • λινόπτης — λινόπτης, ὁ (Α) αυτός που παρατηρεί τα δίχτια για να δει αν έχει συλληφθεί κάτι σε αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + όπτης (< θ. ὀπ τού ὄπωπα), πρβλ. επ όπτης, υπερ όπτης] …   Dictionary of Greek

  • υπερόπτης — ο / ὑπερόπτης, ΝΜΑ, θηλ. υπερόπτισσα Ν, θηλ. ὑπερόπτις ή ὑπέροπτις, ιδος, Μ οιηματίας, αλαζόνας, θρασύς, αυθάδης, ακατάδεχτος μσν. αρχ. αυτός που περιφρονεί κάτι, καταφρονητής («ὑπερόπται... τῶν εἰωθότων», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + οπτης… …   Dictionary of Greek

  • υπόπτης — και δωρ. τ. ὑπόπτας, ὁ, Α 1. φιλύποπτος 2. (για άλογο) αυτός που σκιάζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οπτης (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. ὑπερ όπτης] …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • καιροπτ(ε)ία — καιροπτ(ε)ία, ἡ (Α) το να καιροσκοπεί κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + οπτία (< όπτης < θ. ὀπ τού ὁρῶ, πρβλ. παρακμ. ὄπωπα), πρβλ. θε οπτία, υπερ οπτία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”