- προς-σκέλλω
προς-σκέλλω (s. σκέλλω), daran dörren, perf. προςέσκληκα, intrans., dabei ausdorren, d. i. standhaft ausharren, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-σκέλλω (s. σκέλλω), daran dörren, perf. προςέσκληκα, intrans., dabei ausdorren, d. i. standhaft ausharren, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκέλλω — ΜΑ 1. ξηραίνω, καταξηραίνω, αποξηραίνω, στεγνώνω («μὴ... μένος ἠελίοιο σκήλει ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν» για να μη καταξηράνει η δύναμη τού ήλιου το δέρμα γύρω από τα νεύρα και τα μέλη, Ομ. Ιλ.) 2. παθ. σκέλλομαι α) είμαι κατάξηρος,… … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek