- ὑπερ-χειλής
ὑπερ-χειλής, ές, = Folgdm, Ath. I, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-χειλής, ές, = Folgdm, Ath. I, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερχειλής — ές, / ὑπερχειλής, ές, ΝΜΑ (για δοχείο και παρόμοιες κατασκευές ή φυσικούς χώρους) γεμάτος και πάνω από τα χείλη, ξέχειλος («ὑπερχειλεῑς κρατῆρες», Πολυδ.) μσν. αρχ. υπερπλήρης, τελείως γεμάτος («σιτοθῆκαι ὑπερχειλεῑς καὶ ὑπέραντλοι», Θεμιστ.).… … Dictionary of Greek