- ὑπερ-χρόνιος
ὑπερ-χρόνιος, = Folgdm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-χρόνιος, = Folgdm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερχρόνιος — ία, ον, Α 1. αυτός που έχει υπερβεί το σύνηθες όριο ζωής, ο υπεραιωνόβιος 2. ὑπέρχρονος*, αιώνιος 3. εκπρόθεσμος 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑπερχρονία α) η υπερημερία β) πληρωμή για υπερωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. ἐγ… … Dictionary of Greek
υποχρόνιος — ον, Μ πρόσκαιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χρόνιος (< χρόνος), πρβλ. ὑπερ χρόνιος] … Dictionary of Greek
πολυχρόνιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ιερέας που καταγόταν από τη Γαμφανήτιδα της Μικράς Ασίας. Τον δολοφόνησαν οι Αρειανοί. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Οκτωβρίου. 2. Μαθητής του αγίου Ζεβινά, μαζί με τους Δαμανό και Μωυσή. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek