ὑπερ-τίθημι

ὑπερ-τίθημι

ὑπερ-τίθημι (s. τίϑημι), 1) darübersetzen, -stellen, darüber hinaus-, hinwegsetzen, τὸ ἄροτρον Plut. Rom. 10; – gew. im med., darüber hingehen, ὑπερϑέσϑαι πέραν τοῦ ποταμοῦ Pol. 22, 22, 9; so auch act., ὑπερϑεῖναι ὄρος, ἄκραν, über einen Berg, eine Anhöhe gehen, sie übersteigen, 34, 13, 4. – 2) übertr., darüber setzen, Einen die höchste Gewalt, Aufsicht worüber geben; παντὶ ϑεὸν αἴτιον ὑπερτιϑέμεν Pind. P. 5, 23; dah. im med. ὑπερτίϑεσϑαί τινί τι = Einem Etwas anvertrauen, bes. Einem Etwas mittheilen, um ihn darüber zu Rathe zu ziehen, τὰ σπουδαιέστερα τῶν πραγμάτων, τὸ ἐνύπνιον, Her. 1, 8. 107. 108. 3, 71. 4, 135. 5, 24. 7, 8, 1. 18, 2; selten im act. = mittheilen, 3, 155. 5, 32. – 3) darüberhalten, zum Schutz, χεῖρα ὑπέρ τινος, Phaedim. 3 (VI, 371 steht ὑπερέσχες). – 4) höher setzen od. stellen, d. i. höher schätzen, vorziehen, τί τινος, Sp.; med. höher stehen, übertreffen, τινά τινι, Pol. 2, 63, 3 u. öfter; τινὰ κατά τι, 17, 17, 3. – Von der Zeit, überdauern, überleben, Strab., τινά. – Med. aufschieben, καὶ καταμέλλειν Pol. 4, 30, 2, u. öfter, wie S. Emp. adv. gramm. 160; οὐ λύει τὴν λύπην, ἀλλ' ὑπερτίϑεται adv. mus. 22; τὴν κατάστασιν Plut. Marcell. 12; hinausrücken, τὴν ταχϑεῖσαν ἡμέραν, vertagen, Pol. 5, 29, 3; dah. ὑπερτίϑεσϑαι τὸ διαβούλιον ἐπὶ τὴν σύγκλητον, an den Senat verweisen, 18, 30, 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • προστίθημι — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιτίθημι και προστιθῶ, έω, Α [τίθημι] μέσ. προστίθεμαι συνάπτομαι, ενώνομαι με κάτι άλλο σε ένα σύνολο νεοελλ. φρ. «προστιθέμενη αξία» (οικον.) η διαφορά μεταξύ τής χρηματικής αξίας που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση… …   Dictionary of Greek

  • σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… …   Dictionary of Greek

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

  • υποτίθεμαι — ὑποτίθεμαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποτίθημι ΜΑ [τίθημι] νεοελλ. (γ εν. πρόσ. παθ. ενεστ.) υποτίθεται τίθεται ως προϋπόθεση ή θεωρείται πιθανό (α. «υποτίθεται ότι στο σκάνδαλο είναι αναμεμιγμένοι και υψηλά ιστάμενοι» β. «αφού ζει σε τέτοια πολυτέλεια …   Dictionary of Greek

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”