- ὑπερ-πήγνῡμι
ὑπερ-πήγνῡμι (s. πήγνυμι), darüber befestigen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-πήγνῡμι (s. πήγνυμι), darüber befestigen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερπαγῆναι — ὑπέρ πάσσω sprinkle aor inf pass ὑπέρ πήγνυμι Aër. aor inf pass ὑπερπᾱγῆναι , ὑπέρ πήγνυμι Aër. aor inf pass (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπεπηγότος — ὑπέρ πήγνυμι Aër. perf part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπεπηγότων — ὑπέρ πήγνυμι Aër. perf part act masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
συμπαγής — ές, ΝΑ αδιάσπαστα συμπεπηγμένος σε ένα σώμα νεοελλ. 1. στερεός και πυκνός («συμπαγής μάζα») 2. ενωμένος με ισχυρούς δεσμούς («συμπαγές κόμμα») 3. φρ. «συμπαγής χώρος» μαθημ. ο χώρος για κάθε ανοιχτή κάλυψη τού οποίου υπάρχει μια πεπερασμένη… … Dictionary of Greek
υπερπαγής — ές, Α 1. ο υπέρμετρα ψυχρός, παγερός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπερπαγές υπερβολικό ψύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + παγής (< θ. παγ τού πηγνύω/πήγνυμι), πρβλ. συμ παγής] … Dictionary of Greek