ὑπερ-πίμπλημι

ὑπερ-πίμπλημι

ὑπερ-πίμπλημι (s. πίμπλημι), überfüllen, τινός, Soph. ἀνὴρ ὑπερπλησϑεὶς μέϑης, O. R. 779, vgl. 874; Sp., ὑπερεπέπληστο ἀνϑρώπων πόλις Luc. Alex. 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπερπίμπλημι — Α γεμίζω κάτι ώσπου να ξεχειλίσει, παραγεμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πίμπλημι «γεμίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ηδύπλεος — ἡδύπλεος, ον (Α) γεμάτος γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πλεος (< πίμπλημι «γεμίζω»), πρβλ. έμ πλεος, υπέρ πλεος] …   Dictionary of Greek

  • ημίπλεως — ἡμίπλεως, ων (Α) κατά το ήμισυ πλήρης, μισογεμάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλεως (< πίμπλημι), πρβλ. έμ πλεως, υπέρ πλεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”