- ὑπερ-πέταμαι
ὑπερ-πέταμαι, dep. med., = ὑπερπέτομαι, D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-πέταμαι, dep. med., = ὑπερπέτομαι, D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek
υπερπέτομαι — και ποιητ. τ. ὑπερπέταμαι Α 1. πετώ από πάνω με μεγάλη ταχύτητα («ἀετοὶ δύο ὑπερπτόμενοι», Δίων Κάσσ.) 2. πετώ πέρα από ένα σημείο («ὅταν ὑπερπτῶνται τὸ ὄρος [οἱ πελεκᾱνες]», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πέτομαι / πέταμαι «πετώ»] … Dictionary of Greek