- ὑπερ-πέρισσος
ὑπερ-πέρισσος, mehr als überflüssig, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-πέρισσος, mehr als überflüssig, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερεκπερισσού — Μ. επίρρ. με πάρα πολύ, με τη μέγιστη δυνατή αφθονία («ὑπερκπερισσοῡ δεόμενοι εἰς τὸ ἰδεῑν ὑμῶν τὸ πρόσωπον», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκ + περισσός + επιρρμ. κατάλ. οῦ] … Dictionary of Greek