- ὑπερ-πλήθης
ὑπερ-πλήθης, ες, in übergroßer Fülle; Nicochar. bei Ath. VII, 328 e; ὑπερπλήϑη δ' ἐξημαρτηκότα Dem. 26, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-πλήθης, ες, in übergroßer Fülle; Nicochar. bei Ath. VII, 328 e; ὑπερπλήϑη δ' ἐξημαρτηκότα Dem. 26, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζαπληθής — ζαπληθής, ές (Α) 1. πολυπληθής, πυκνός («ζαπληθύς γενειάς» πυκνή γενειάδα, Αισχύλ.) 2. πλήρης, πληρέστατος, με πλήρη ήχο («ζαπληθὲς στόμα Μούσης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυ πληθής, υπερ πληθής] … Dictionary of Greek
υπερπληθής — ές / ὑπερπληθής, ές, ΝΜΑ υπέρμετρα πολυπληθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. ἐμ πληθής] … Dictionary of Greek