- ὑπερ-πολάζω
ὑπερ-πολάζω, überströmen, Strab. XVII.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-πολάζω, überströmen, Strab. XVII.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερπολάζω — Α πλημμυρίζω («ἐπειδὴ δὲ ὑπερεπόλασεν ἡ ἐντός, βιάσασθαι καὶ ἀπερᾱσαι τὸ πλεονάζον», Στράβ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από την πρόθεση ὑπέρ, πιθ. κατά το ρ. ἐπι πολάζω «πλημμυρίζω» (< ἐπιπολή)] … Dictionary of Greek