- ὑπερ-πλεονάζω
ὑπερ-πλεονάζω, überaus überflüssig sein, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-πλεονάζω, überaus überflüssig sein, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλεονάζω — ΝΜΑ, πλειονάζω Α [πλ(ε)ίον] 1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω 2. (το ουδ. μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζον ό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμα νεοελλ. υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε… … Dictionary of Greek