ὑπερ-πετής

ὑπερ-πετής

ὑπερ-πετής, ές, darüber weg-, hinausfliegend, hochfliegend, übh. hoch gelegen, sich darüber hinauserstreckend, D. Hal. 9, 11; über den Kopf gehend, ϑωράκια Pol. 8, 6, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα …   Dictionary of Greek

  • υπερπετής — ές, Α 1. αυτός που πετά πάνω από κάτι ή αυτός που πετά ψηλά, υψιπετής 2. αυτός που εκτείνεται πέρα από ένα σημείο 3. μτφ. αυτός που υψώνεται και αιωρείται ψηλά στον αέρα 4. το ουδ. ως ουσ. τo ὑπερπετές·καθετί που πετά ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”