- ὑπερ-πετάννῡμι
ὑπερ-πετάννῡμι (s. πετάννυμι), darüber ausspannen, breiten; D. Cass. 43, 24; pass., D. Sic. 4, 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-πετάννῡμι (s. πετάννυμι), darüber ausspannen, breiten; D. Cass. 43, 24; pass., D. Sic. 4, 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερπετάννυμι — Α 1. εκτείνω, απλώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο («παραπετάσματα ὑπὲρ αὐτῶν σηρικὰ ὑπερεπέτασε», Δίων Κάσσ.) 2. παθ. ὑπερπετάννυμαι αιωρούμαι πάνω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πετάννυμι «απλώνω, εκτείνω»] … Dictionary of Greek
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek