- ὑπερ-περισσεύω
ὑπερ-περισσεύω, auch als dep. med., mehr als überflüssig woran haben, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-περισσεύω, auch als dep. med., mehr als überflüssig woran haben, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερεκπερισσεύσει — ὑπέρ , ἐκ περισσεύω to be over and above aor subj act 3rd sg (epic) ὑπέρ , ἐκ περισσεύω to be over and above fut ind mid 2nd sg ὑπέρ , ἐκ περισσεύω to be over and above fut ind act 3rd sg ὑπέρ ἐκπερισσεύω to be superfluous aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερεξεπερίσσευσεν — ὑπέρ , ἐκ περισσεύω to be over and above aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεονάζω — ΝΜΑ, πλειονάζω Α [πλ(ε)ίον] 1. είμαι περισσότερος από όσο πρέπει ή χρειάζεται, περισσεύω 2. (το ουδ. μτχ. τού ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) το πλεονάζον ό,τι περισσεύει, περίσσευμα, πλεόνασμα νεοελλ. υπερτερώ σε αριθμό ή σε ποσότητα σε σχέση ή σε… … Dictionary of Greek
υπεραποχρώ — άω, Α φτάνω και περισσεύω, είμαι περισσότερο από αρκετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀποχρῶ «είμαι αρκετός»] … Dictionary of Greek