- ὑπερ-παφλάζω
ὑπερ-παφλάζω, überbrausen, -sprudeln, Luc. Les xiph. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-παφλάζω, überbrausen, -sprudeln, Luc. Les xiph. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερπαφλάζων — ὑπέρ παφλάζω boil pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλέω — Α 1. είμαι εντελώς γεμάτος («δωμάτων φλεόντων ὑπέρφευ», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «φλεῖ γέμει, εὐκαρπεῖ, πολυκαρπεῖ» β. «φλέοντας... φλυαροῦντας». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλέω (< *φλέFω, πρβλ. πλέω < *πλέFω, ῥέω < *ῥέFω) ανάγεται στην απαθή … Dictionary of Greek