ὑπ-αχλύνω

ὑπ-αχλύνω

ὑπ-αχλύνω, nur pass., ὑπαχλύνϑη οὐρανός, wurde allmälig verfinstert, Qu. Sm. 1, 67.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αχλύνω — ἀχλύνω (Α) σκεπάζω με αχλύ, ομίχλη …   Dictionary of Greek

  • ἠχλύνθη — ἀχλύνω aor ind pass 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχλύς — Η θόλωση της ατμόσφαιρας. Η α. (ξερή ομίχλη) παρατηρείται κυρίως το καλοκαίρι και οφείλεται στην ανώμαλη διάθλαση του φωτός και στη διαφορά θερμοκρασίας στρωμάτων αέρος. Το φαινόμενο είναι εντονότερο, όταν o αέρας περιέχει μεγάλες ποσότητες… …   Dictionary of Greek

  • ὑπηχλύνθη — ὑπό ἀχλύνω aor ind pass 3rd sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”