- πειρᾱτικός
πειρᾱτικός, seeräuberisch, νῆες, Plut. Pomp. 45 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πειρᾱτικός, seeräuberisch, νῆες, Plut. Pomp. 45 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πειρατικός — ή, ό / πειρατικός, ή, όν, ΝΜΑ [πειρατής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πειρατεία ή στους πειρατές, ο κουρσάρικος («πειρατικά πλοία») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πειρατικό το πλοίο τών πειρατών, κουρσάρικο 2. φρ. «πειρατικός σταθμός»… … Dictionary of Greek
πειρατικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην πειρατεία, ο κουρσάρικος: Πειρατικά πλοία, πειρατικές επιδρομές· μτφ. Πειρατικός ραδιοσταθμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πειρατικός — πειρᾱτικός , πειρατικός fit for piracy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρατικά — πειρᾱτικά , πειρατικός fit for piracy neut nom/voc/acc pl πειρᾱτικά̱ , πειρατικός fit for piracy fem nom/voc/acc dual πειρᾱτικά̱ , πειρατικός fit for piracy fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρατικώτερον — πειρᾱτικώτερον , πειρατικός fit for piracy adverbial comp πειρᾱτικώτερον , πειρατικός fit for piracy masc acc comp sg πειρᾱτικώτερον , πειρατικός fit for piracy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρατικῶν — πειρᾱτικῶν , πειρατικός fit for piracy fem gen pl πειρᾱτικῶν , πειρατικός fit for piracy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρατικόν — πειρᾱτικόν , πειρατικός fit for piracy masc acc sg πειρᾱτικόν , πειρατικός fit for piracy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρσάρικος — η, ο (Μ κουρσάρικος, η, ον [κουρσάρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κουρσάρους, πειρατικός 2. το ουδ. ως ουσ. το κουρσάρικο(ν) πειρατικό πλοίο … Dictionary of Greek
κωρύκιος — κωρύκιος, ία, ον (Α) [κώρυκος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ακρωτήριο Κώρυκος τής Ιωνίας, στην περίφημη σπηλιά του, καθώς και στους κατοίκους του 2. πειρατικός («κωρύκιον σκάφος», Αλκίφρ.) 3. αυτός που έχει σχέση με τον Παρνασσό ή με το… … Dictionary of Greek
ληστήρ — λῃστήρ και ληϊστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. λῄστειρα (Α) 1. ληστής, ιδίως ο πειρατής («οἷά τε ληϊστῆρες ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ ἀλόωνται», Ομ. Οδ.) 2. πειρατικός («λῄστειρα ναῡς», Αιλιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ληϊδ τήρ < ληΐς, άλλος τ. τού λεία) + επίθημα τήρ] … Dictionary of Greek
ληστικός — λῃστικός, ή, όν (Α) [ληστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ληστές ή στους πειρατές, ο κατάλληλος για ληστεία ή πειρατεία, πειρατικός («λῃστικόν ποτε πλοῑον ἔχων ἐλῄζετο τοὺς συμμάχους», Δημοσθ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λῃστική η ληστεία 3.… … Dictionary of Greek