ὑπ-ασπίζω

ὑπ-ασπίζω

ὑπ-ασπίζω, Einem den Schild tragen, Schildträger sein, τινί, Pind. N. 9, 34; τῶνδ' ὑπασπίζων πατρί Eur. Heracl. 217.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ασπίζω — ἀσπίζω (AM) [ασπίς] προασπίζω, προστατεύω …   Dictionary of Greek

  • ὑπερησπικότα — ὑπέρ ἀσπίζω shield perf part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ὑπέρ ἀσπίζω shield perf part act masc acc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερήσπιζον — ὑπέρ ἀσπίζω shield imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) ὑπέρ ἀσπίζω shield imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …   Dictionary of Greek

  • παρασπίζω — Α 1. φέρω την ασπίδα μου κοντά σε κάποιον 2. μάχομαι κοντά σε κάποιον, στέκομαι κοντά του κατά την μάχη 3. μτφ. («[τόξα] παρασπίζοντ ἐμοῑς βραχίοσι», Ευρ.) 4. (σχετικά με αριθμούς) τοποθετώ ανάμεσα ή στο πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀσπίς, ίδος …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προασπίζω — ΝΜΑ υπερασπίζω, προφυλάσσω, προστατεύω αρχ. 1. κρατώ την ασπίδα μπροστά από κάποιον και τόν προφυλάσσω 2. προβάλλω κάτι σαν ασπίδα («ἡ περόνη δὲ Ἀθηνᾱν ἠλεκτρίνην ἔστεφε, τὴν Γοργοῡς κεφαλὴν εἰς θώρακα προασπίζουσαν», Ηλιόδ.) 3. παθ. προασπίζομαι …   Dictionary of Greek

  • συνασπίζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενώνω πολλούς μαζί για κοινή άμυνα ή επίθεση 2. μέσ. συνασπίζομαι (για άτομα, ομάδες, κράτη) συνεργάζομαι στενά με κάποιον για την επίτευξη κοινού σκοπού μσν. αρχ. τάσσομαι σε πυκνή παράταξη αρχ. 1. είμαι συστρατιώτης 2. (κατ επέκτ …   Dictionary of Greek

  • υπασπίζω — Α κρατώ την ασπίδα κάποιου, είμαι υπασπιστής κάποιου («ὑπασπίζων πατρί», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀσπίζω «προστατεύω»] …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπερασπίζω — ὑπερασπίζω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. υπερασπίζομαι Ν προστατεύω κάποιον ή κάτι, είμαι υπέρμαχος κάποιου (α. «υπερασπίζουμε τα εθνικά μας συμφέροντα» β. «ἀποστολικῶν δόξας ὑπερασπίζειν δογμάτων», Θεοδώρ.) νεοελλ. (νομ.) ενεργώ ως συνήγορος, συνηγορώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”