ὑπ-απο-ψήχω

ὑπ-απο-ψήχω

ὑπ-απο-ψήχω, allmälig, nach und nach abreiben, Ael. N. A. 3, 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀποψήχει — ἀπό ψήχω rub down pres ind mp 2nd sg ἀπό ψήχω rub down pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποψήξαντες — ἀπό ψήχω rub down aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποψήξασθαι — ἀπό ψήχω rub down aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποψήχεσθαι — ἀπό ψήχω rub down pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποψήχων — ἀπό ψήχω rub down pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπέψηχεν — ἀπό ψήχω rub down imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπαποψήχουσα — ὑπό , ἀπό ψήχω rub down pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέψαλος — και ιων. τ. φέψελος, ὁ, Α 1. σπινθήρας από ξύλα ή από αναμμένα πρίνινα κάρβουνα 2. το κάτω πλατύ τμήμα τής καπνοδόχης («ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φέ ψ αλος (< *φε φσ αλος) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη… …   Dictionary of Greek

  • ψήγμα — το / ψῆγμα, ήγματος, ΝΜΑ [ψήχω] μικρό κομμάτι μετάλλου ή άλλου υλικού που προήλθε από απόξεση ή τριβή, τρίμμα, ρίνισμα, κόκκος (α. «ψήγματα σιδήρου» β. «ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα ἀναφέρουσι χρυσοῡ», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (μεταλλ.) μικρή, συνήθως, άμορφη… …   Dictionary of Greek

  • παλίμψηκτρον — παλίμψηκτρον, τὸ (Α) κάτι που έχει ξεστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ψηκτρον (< ψήκτρα < ψήχω «τρίβω, ξύω»), πρβλ. από ψηκτρον] …   Dictionary of Greek

  • παλίμψηστος — η, ο (ΑΜ παλίμψηστος, ον) 1. (για χειρόγραφο, συν. σε πάπυρο ή περγαμηνή) αυτός τού οποίου το αρχικό κείμενο έχει ξεστεί για να γραφεί νέο κείμενο 2. το ουδ. ως ουσ. το παλίμψηστο(ν) χειρόγραφο συνήθως σε περγαμηνή ή σε πάπυρο τού οποίου έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”