- ὑπό-θηλυς
ὑπό-θηλυς, etwas weiblich; ὑποϑηλυτέρα διάλεκτος, im Ggstz von ὑπαγροικοτέρα, Ar. bei Sext. Emp. adv. gramm. 228.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπό-θηλυς, etwas weiblich; ὑποϑηλυτέρα διάλεκτος, im Ggstz von ὑπαγροικοτέρα, Ar. bei Sext. Emp. adv. gramm. 228.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θηλειά — και θελ(ε)ιά και φηλ(ε)ιά, η 1. βρόχος («μού βαλε θηλειά στο λαιμό») 2. είδος παγίδας πουλιών ή μικρών θηραμάτων, συρτοθηλειά 3. το διάκενο στο δίχτυ, το μάτι 4. είδος κουμπότρυπας που σχηματίζεται με πλέγμα απ όπου περνά το κουμπί. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek