- ὑπό-λειμμα
ὑπό-λειμμα, τό, Ueberbleibsel; Theophr.; Plut. Pomp. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπό-λειμμα, τό, Ueberbleibsel; Theophr.; Plut. Pomp. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek