πειράζω

πειράζω

πειράζω, = πειράω, einen Versuch anstellen mit Einem, τινός; Od. 16, 319. 23, 114; sp. D., ἀοιδῆς, Ap. Rh. 1, 495; ohne Casus, auf die Probe stellen, versuchen, Od. 9, 281; τινά, Ap. Rh. 3, 10; in sp. Prosa, wie N. T oft, ὁ πειράζων = διάβολος, Matth. 4, 3, πειρασϑῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου, ib. 1; auch = zu verführen suchen, übh. Einem Ungebührliches zumuthen, im pass., Plut. Lac. apophth. p. 229.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πειράζω — make proof pres subj act 1st sg πειράζω make proof pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειράζω — πειράζω, πείραξα βλ. πίν. 23 (και ως απρόσ. πειράζει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… …   Dictionary of Greek

  • πειράζω — πείραξα, πειράχτηκα, πειραγμένος 1. μτβ., ενοχλώ κάποιον με λόγια ή έργα, θυμώνω, ερεθίζω, παρενοχλώ: Δεν πρέπει να πειράζουμε αυτούς που ενοχλούνται. 2. κάνω ή λέω αστεία σε κάποιον: Αυτός πειράζει όλους τους φίλους του. 3. βλάπτω, προσβάλλω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πειράζετε — πειράζω make proof pres imperat act 2nd pl πειράζω make proof pres ind act 2nd pl πειράζω make proof imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειράζῃ — πειράζω make proof pres subj mp 2nd sg πειράζω make proof pres ind mp 2nd sg πειράζω make proof pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραζομένων — πειράζω make proof pres part mp fem gen pl πειράζω make proof pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραζόμεθα — πειράζω make proof pres ind mp 1st pl πειράζω make proof imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραζόμενον — πειράζω make proof pres part mp masc acc sg πειράζω make proof pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειραζόντων — πειράζω make proof pres part act masc/neut gen pl πειράζω make proof pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρασθησόμενον — πειράζω make proof fut part pass masc acc sg πειράζω make proof fut part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”