- ὑπό-δοσις
ὑπό-δοσις, εως, ἡ, das Abnehmen, Nachlassen, λῆξιν ὑπόδοσίν τε μόχϑων Aesch. Eum. 502, wo Herm. ὑπόδυσις schreibt nach Heath's Conj.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπό-δοσις, εως, ἡ, das Abnehmen, Nachlassen, λῆξιν ὑπόδοσίν τε μόχϑων Aesch. Eum. 502, wo Herm. ὑπόδυσις schreibt nach Heath's Conj.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… … Dictionary of Greek
θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… … Dictionary of Greek