κατάδικος — η, ο (AM κατάδικος, ον) αυτός κατά τού οποίου έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) αυτός που εκτίει ποινή μσν. 1. αντίθετος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κατάδικος α) πολέμιος, εναντίος β) αντίδικος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
πρωτόδικος — η, ο, Ν (νομ.) 1. αυτός που υπάγεται στη δικαιοδοσία τού πρωτοδικείου («πρωτόδικη υπόθεση») 2. αυτός που προέρχεται από πρωτοδικείο («πρωτόδικη απόφαση»). επίρρ... πρωτόδικα Ν στο πρωτοδικείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + δικος (< δίκη), πρβλ.… … Dictionary of Greek
υποκατάδικος — ο, Ν υπόδικος και κατάδικος ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπό δικος + κατάδικος] … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
ομόδικος — η, ο διάδικος που μετέχει από κοινού με άλλον ή με άλλους σε δικαστικό αγώνα υπό την ίδια ιδιότητα, δηλαδή τού ενάγοντος ή τού εναγομένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δικος (< δίκη), πρβλ. αντί δικος. Η λ., στον πληθ. ὁμόδικοι, μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
Лундемис, Менелаос — Менелаос Лундемис (греч. Μενέλαος Λουντέμης Агиа Кирьяки Восточная Фракия 1912 * Афины 22 января 1977 года) известный греческий писатель Содержание 1 Биография 2 … Википедия