ὑπό-διψος

ὑπό-διψος

ὑπό-διψος, ein wenig durstig, Plut. de fluv. 10, 1 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπέρδιψος — ον, Μ πάρα πολύ διψασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + διψος (< δίψα), πρβλ. πρόσ διψος, υπό διψος] …   Dictionary of Greek

  • πολύδιψος — ον, Α αυτός που προκαλεί πολλή δίψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + διψος (< δίψα), πρβλ. υπό διψος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”