ὑπό-δεσις

ὑπό-δεσις

ὑπό-δεσις, εως, ἡ, = ὑπόδησις; τῶν κοϑόρνων Luc. Gall. 26; τὴν ἀμπεχόνην καὶ ὑπόδεσιν πᾶσαν Plat. Charm. 173 b; auch plur., Prot. 322 a, wie Xen. Mem. 1, 2, 5 u. Pol. 3, 49, 12, das Schuhwerk; vgl. Lob. Phryn. p. 445.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση …   Dictionary of Greek

  • dē- : dǝ- and dēi-, dī- —     dē : dǝ and dēi , dī     English meaning: to bind     Deutsche Übersetzung: “binden”     Note: Root dē : dǝ and dēi , dī : “to bind” derived from du̯ai , du̯ei , stems of Root du̯ō(u) : “two” meaning “bind in two”     Material: O.Ind. dy áti… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”