ὑπό-μαργος

ὑπό-μαργος

ὑπό-μαργος, etwas rasend, albern, im compar.; Her. 3, 29. 145. 6, 75.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαργοσύνη — μαργοσύνη, ἡ (Α) [μάργος] 1. λαιμαργία (τῇ θ ὑπὸ τὴν μακρὰν γαστέρα μαργοσύνῃ», Λουκιαν.) 2. ακολασία, ασέλγεια, αισχρή επιθυμία …   Dictionary of Greek

  • υποϊσχάνω — Α (ποιητ. τ.) κρατώ κάτι αποκάτω, υπέχω («ᾧ ὑπὸ μαζῷ μάργος Ἔρως λαιῆς ὑποΐσχανε χειρὸς ἀγοστόν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἰσχάνω «κρατώ», άλλος τ. αντί τού ἴσχω / ἔχω*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”