- ὑπό-γλωσσος
ὑπό-γλωσσος, = ὑπογλώσσιος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπό-γλωσσος, = ὑπογλώσσιος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek