- ὑπό-κουφος
ὑπό-κουφος, etwas leicht, τὴν γνώμην, leichtsinnig, Plut. Pelop. 14 Artax. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπό-κουφος, etwas leicht, τὴν γνώμην, leichtsinnig, Plut. Pelop. 14 Artax. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… … Dictionary of Greek
κωφάλαλοι — Άτομα με ειδικές ανάγκες, πάσχοντα από εκ γενετής ή επίκτητη απουσία της ικανότητας της ακοής και της ομιλίας (βλ. λ. κωφαλαλία). Ιστορία. Στην ελληνική και στη ρωμαϊκή αρχαιότητα, οι κ. ζούσαν στο περιθώριο της ζωής και της κοινωνίας. Κατά τη… … Dictionary of Greek