- ὑπό-κηρος
ὑπό-κηρος, mit Wachs untermischt, eigtl. vom Honig, übh. gemischt, unrein, Hippocr., dem ἁγνός entgeggstzt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπό-κηρος, mit Wachs untermischt, eigtl. vom Honig, übh. gemischt, unrein, Hippocr., dem ἁγνός entgeggstzt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηροζίνη — Λέξη ρωσικής προέλευσης, που χαρακτηρίζει τα προϊόντα της απόσταξης των ακατέργαστων ορυκτελαίων μεταξύ 150°C και 310°C. Αυτά τα προϊόντα (κλάσματα) της απόσταξης ονομάζονται πετρέλαιο υπό στενή έννοια. Ωστόσο, ο όρος πετρέλαιο έχει καθιερωθεί να … Dictionary of Greek
κηρέλαιον — κηρέλαιον, τὸ (Α) αλοιφή από κερί και λάδι («τὸ καλούμενον ὑπὸ τῶν νεωτέρων ἰατρῶν κηρέλαιον», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + έλαιον (< ἔλαιον), πρβλ. αμυγδαλ έλαιον, σησαμ έλαιον] … Dictionary of Greek
κηροειδής — ές (Α κηροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κερί ή έχει τις ιδιότητες τού κεριού («ἁπαλά τε ὄντα καὶ οἷον κηροειδῆ τὰ τῶν βρεφῶν ὀστᾱ», Γαλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηροειδή οι βιομηχανικά κατεργασμένες ύλες που χρησιμοποιούνται αντί… … Dictionary of Greek