- ὑπό-γειος
ὑπό-γειος, unter der Erde, unterirdisch; Aesch. frg. 51, wie Strab. 10, 3, 16, wo Cramer ὑπογαίου schreibt; Plat. Ax. 371 a; Luc. u. a. Sp. S. ὑπόγαιος und ὑπόγεως.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπό-γειος, unter der Erde, unterirdisch; Aesch. frg. 51, wie Strab. 10, 3, 16, wo Cramer ὑπογαίου schreibt; Plat. Ax. 371 a; Luc. u. a. Sp. S. ὑπόγαιος und ὑπόγεως.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύγειος — εὔγειος, ον (ΑΜ), Α και εὔγαιος, ον) αυτός που έχει καλό, εύφορο χώμα αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὔγειος η εὔφορη χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γειος (< γαία, γη), πρβλ. έγ γειος, υπό γειος] … Dictionary of Greek
κατώγειος — κατώγειος, ον (Α) κατάγειος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + γειος (< γαῑα), πρβλ. επί γειος, υπό γειος] … Dictionary of Greek
λευκόγειος — α, ο (AM λευκόγειος, ον, Α και λευκόγεως, ων και λευκόγαιος, ον) αυτός που έχει λευκή γη, άσπρο χώμα, ή αυτός που προέρχεται από λευκή γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γειος (< γαία), πρβλ. επί γειος, υπό γειος. Οι τ. λευκόγεως και λευκόγαιος… … Dictionary of Greek
παράγειος — ον, Α (για ψάρια ή θαλάσσια φυτά) αυτός που ζει στα ρηχά νερά και κοντά στην παραλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γειος (< γη*), πρβλ. υπό γειος] … Dictionary of Greek
περίγειος — α, ο / περίγειος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από τη Γη, που την περιβάλλει 2. το ουδ. ως ουσ. το περίγειο(ν) αστρον. το πλησιέστερο προς τη Γη σημείο τής τροχιάς ουράνιου σώματος και ιδίως τής Σελήνης μσν. το ουδ. ως ουσ. 1. ολόκληρη η… … Dictionary of Greek
πρόσγειος — ο / πρόσγειος, ον, ΝΑ, θηλ. και εια, Ν, δωρ. τ. ποτίγειος, ον, Α 1. (για τη σελήνη, τους πλανήτες κ.ά. ουράνια αντικείμενα) αυτός που βρίσκεται κοντά στη γη («προσγειότατος ἡμῑν ὁ καρκίνος», Πορφ.) 2. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κοντά στο… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek