ὑπό-γρῡπος

ὑπό-γρῡπος

ὑπό-γρῡπος, etwas gekrümmt, bes. eine etwas gebogene Nase, Philostr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γρυπός — ή, ό (ΑΜ γρυπός, ή, όν) 1. κυρτός, γαμψός 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει κυρτή μύτη αρχ. (ουδ. ως ουσ.) το γρυπόν η γρυπότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν θεωρηθεί ως πρωταρχικός ο τ. γρυπός, τότε το γρυψ θα είναι παραγωγό του, σχηματισμένο αναλογικά προς… …   Dictionary of Greek

  • Αντίοχος — I Όνομα βασιλιάδων της Συρίας, από το γένος των Σελευκιδών. 1. Α. Α’ ο Σωτήρ (325/4 – 262/1 π.Χ.). Γιος του Σέλευκου και της Απάμας. Το 294 τον διόρισε o πατέρας του συμβασιλέα και διοικητή των σατραπειών που βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη. Μετά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”