- ὑπό-νωθρος
ὑπό-νωθρος, etwas träg od. dumm, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπό-νωθρος, etwas träg od. dumm, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάβουρας — I Ονομασία δύο νησίδων του Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυκόνου του νομού Κυκλάδων. 2. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται Β της Αντιπάρου και της νησίδας Διπλό, με… … Dictionary of Greek
νωθής — νωθής, ές (Α) 1.νωθρός, χαύνος, οκνηρός («ὥσπερ ἵππῳ μεγάλῳ μὲν καὶ γενναίῳ ὑπὸ μεγέθους δὲ νωθεστέρῳ», Πλάτ.) 2. βραδύνους, αυτός που έχει μειωμένη αντίληψη 3. αυτός που υστερεί πνευματικά 4. (για το πυρ) ήρεμος, μέτριος, πράος 5. (για την ύλη)… … Dictionary of Greek
ύπτιος — α, ο / ὕπτιος, ία, ον, ΝΜΑ πεσμένος, ξαπλωμένος ανάσκελα («κατεκλίθη ὕπτιος», Πλάτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ύπτιο α) γραμμ. το σουπίνο β) (αθλ.) η ύπτια κολύμβηση, το ύπτιο κρόουλ αρχ. 1. (για πράγμ.) ανεστραμμένος, αναποδογυρισμένος… … Dictionary of Greek